ηθικολογώ

ηθικολογώ
-έω
1. μιλώ για ηθική, διδάσκω ηθική
2. σχολιάζω και κρίνω τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικόλαο Δραγούμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηθικολογώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ηθικολογώ — ηθικολόγησα, μιλάω για ηθική με πνεύμα στενό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • ηθικεύομαι — (Α ηθικεύομαι) [ηθικός] μιλώ ηθικά, μιλώ περί ηθικής, ηθικολογώ νεοελλ. προσποιούμαι τον ηθικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”